Το καρνάγιο - Καρνάγια μικρά μικρών ξύλινων σκαφών

Καρνάγια

μικρά

μικρών ξύλινων

σκαφών…

Τ

αρσανάς (ο) ουσ. [τουρκ. Tersane], ναυπηγείο, ναύσταθμος.

Όσο και αν έψαξα στο λεξικό, τα λήμματα καρνάγιο, καρναγιέρης απουσίαζαν παντελώς. Αναπόφευκτος ο συνειρμός… και συνάμα σκληρή η διαπίστωση: σε λίγο θα απουσιάσουν παντελώς και από τη ναυτοπαράδοση της χώρας ετούτης της θαλασσινής…

Όχι βέβαια τα καρνάγια τα σύγχρονα, με τις ράγες, τα τρέιλερ και τα συστήματα ανύψωσης, εκείνα των πλαστικών ιστιοφόρων, ούτε αυτά των μεγάλων σιδερένιων κατασκευών, αλλά τα μικρά – εκείνα που επιτρέπουν το όνειρο – που χάνονται, των ξύλινων σκαφών, των τρεχαντηριών, των καϊκιών, των ανεμοτρατών, των καραβόσκαρων.

……………………………

Εκεί όπου ακόμη υπάρχει η ιεροτελεστία του βγαλσίματος και του ριξίματος με βάζα και σκάρες ξύλινες, εκεί όπου ανάκατα μυρίζουν η πίσσα, το καμένο ξίγκι, το δηλητήριο της μουράβιας, τα πότα της μπογιάς.

Η μυρωδιά του φρεσκοπλανιαρισμένου κυπαρισσιού, η ρετσίνη του πεύκου και η αποπνικτική σκόνη του ιρόκο (λένε μάλιστα ότι όποιος δουλεύει πολύ αυτό το ξύλο γίνεται οξύθυμος και με νεύρα πολλά…).

Τυχαία άραγε σε καμβάδες ζωγράφων απαντιώνται συχνά ως θεματογραφία ;

Με τη φλόγα του καμινέτου ακόμη αναμμένη, σκαλωσιές σκαρωμένες. Μέσα στη σκόνη του πριονιδιού, όσο ακόμη πλάνες, ξεχορδιστήρες και κορδέλες γυρνάνε. Ανάμεσα σε φωνές, βρισιές και αλήθειες…

Με τη χαρά της δημιουργίας σε πρόσωπα και ας μην αξιώθηκαν ποτέ ταξιδευτές να γίνουν των πλεούμενων που σκάριασαν.

Εκεί όπου ακόμα συναντάς καλαφάτες, καραβομαραγκούς επιδέξιους και μερακλήδες μάστορες.

……………………………

Κ

αρνάγια υπάρχουν αρκετά, άλλα λειτουργούν ως χώροι φύλαξης σκαφών, με περιορισμένες τις δυνατότητες επισκευών, άλλα αναλαμβάνουν εκτεταμένες και σε μεγάλα σκάφη μετασκευές και μερεμέτια, όμως τα καρνάγια που αναλαμβάνουν κατά αποκοπή τη ναυπήγηση μεγάλων σκαφών ολοένα και σπανίζουν, το ίδιο και οι νέοι που αποφασίζουν να ασχοληθούν συστηματικά με το αντικείμενο.

Φημισμένα άκουσα πως είναι της Καβάλας, του Βόλου, της Κοιλάδας στην Αργολίδα.

……………………………..

Π

άντα λοιπόν με μάγευε να περιδιαβαίνω – κυρίως χειμώνα καιρό – ανάμεσα σε μπουντέλια, σανίδια, κάβους σάπιους και καδένες σκουριασμένες… λάσπες, μπογιές και αλμύρα, να χαζεύω καΐκια, να θλίβομαι με τα ρημαγμένα και στη τύχη τους παρατημένα άρμενα, βγαλμένες μηχανές και να ακούω τους μαστόρους να κουβεντιάζουν με εκείνη την ορολογία, την παράξενη, τη σπάνια για μένα, ποιητική.

Να βλέπω ξύλο, πώς γίνεται η ναυπήγηση του σκελετού από την καρίνα (τρόπιδα) που ρίχνεται πρώτη, μετά να σκαριάζεται το κοράκι στην πλώρη και ακολουθεί το ποδόσταμο της πρύμνης.

…………………………….

Πότε θα βγούμε έξω ; ρωτούσα πιτσιρίκα και εννοούσα την ανέλκυση του σκάφους. Λάτρευα όλη τη διαδικασία, από το κάθισμα στα βάζα, το τρίξιμο που κάναν τα μαδέρια την ώρα που έβγαινε το πλεούμενο από το φυσικό του χώρο.

……………………………

Σαν ένα ευχαριστώ σε όλους αυτούς τους γνωστούς και αγνώστους, σε αυτούς που πάντα θα θαλασσοδρομούν στου νου μονάχα τα μονοπάτια, προσφέροντας στους άλλους τους τυχερούς τη διέξοδο του πελάγου και της αλμύρας…

Αποσπάσματα από άρθρο της δημοσιογράφου Στέφης Αρέλη στο περιοδικό «ΕΦΟΠΛΙΣΤΗΣ» τον Απρίλιο του 2000.

Την ευχαριστούμε…

  

Συνημμένα:
Μεταφόρτωση αυτού του αρχείου (Το καρνάγιο.ppt)Το καρνάγιο[ ]115 kB

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση

Πρόσθετες πληροφορίες